- επάκτιος
- -α, -ο (Α ἐπάκτιος, -α, -ον και -ος, -ον)αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος(α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.)β. «επάκτιο πυροβολείο»)νεοελλ.1. «επάκτια οστά» — βλ. επακταία οστά2. ναυτ. «επάκτια γνωρίσματα» — σημεία κοντά στην ακτή, μόνιμα και ορατά από τη θάλασσα, με τα οποία καθοδηγούνται οι ναυτιλλόμενοιαρχ.1. (για θεούς) ο λατρευόμενος στην ακτή, αυτός που έχει το ιερό ή τον βωμό του στην παραλία2. επίθ. τού Απόλλωνοςεπίσης τού Ερμή στη Σικυώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακτή].
Dictionary of Greek. 2013.